Κάποτε οι πελάτες περίμεναν υπομονετικά τον μπακάλη να τους βάλει ζάχαρη, αλεύρι και όσπρια με μια σέσουλα από το τσουβάλι. Ειδικά τα Σάββατα, που η επίσκεψη στο μπακάλικο αποτελούσε από τους πλείστους ρουτίνα, ο κόσμος ήταν πιο πολύς και έπρεπε όλοι να περιμένουν στη σειρά. Ο Παντελής Καουρής, ιδιοκτήτης τότε αξιόλογης για την εποχή υπεραγοράς, όχι απλώς εντόπισε οτι η διαδικασία έπαιρνε περισσότερο χρόνο απ’ όσο θα έπρεπε, αλλά προχώρησε πολύ παραπέρα, μετουσιώνοντας σε πράξη τη συντόμευση της με τη βιομηχανία συσκευασίας προϊόντων Παντελής Καουρής & Υιός, της οποίας είναι σήμερα Εκτελεστικός Διευθυντής.

Ο Παντελής Καουρής, με καταγωγή από τη Λύση, ξεκίνησε μικρός να δουλεύει σε υπεραγορά της Λευκωσίας. Πολύ νεαρός ακόμα άρχισε να προμηθεύεται τσάντες και σακούλια από βιομηχανίες, όπως η Lordos και η Fama Pak και να τις μεταπωλεί. Και δεν έμεινε μέχρι εκεί. Δειλά – δειλά δημιούργησε τη δική του μονάδα στο χωριό του, με μια μικρή μηχανή που έκοβε σκυβαλοσάκουλα, κάτι που γρήγορα τον έκανε γνωστό στην αγορά. Μεσολάβησε, όμως, η Τουρκική Εισβολή, η Λύση κατελήφθη και όταν ένας βιομήχανος της Λεμεσού του πρότεινε να μεταφέρει εκεί τις δραστηριότητές του ο νεαρός Παντελής δέχθηκε.

Στην πορεία, μάλιστα, λειτούργησε και υπεραγορά με συγχωριανό του: «Εκείνο ήταν το έναυσμα για να οραματιστώ τη βιομηχανία που έχω σήμερα. Παρατηρούσα ότι τις Παρασκευές και τα Σάββατα, που η κίνηση στο μπακάλικο ήταν τεράστια, χρειαζόταν ένα άτομο ειδικά για τις ανάγκες των πελατών σε όσπρια,  ζάχαρη, αλεύρι και άλλα παρόμοια που τότε πωλούνταν χύμα σε τσουβάλια. Το άτομο αυτό χρησιμοποιούσε τη σέσουλα για να βάζει τα προϊόντα σε σακούλια και να τα ζυγίζει, κάτι που απαιτούσε χρόνο. Έπρεπε, λοιπόν, η διαδικασία να αλλάξει και η ιδέα δόθηκε από κάποιες εταιρείες που εκείνη την περίοδο άρχισαν να συσκευάζουν άλλα προϊόντα, όπως τα μακαρόνια. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να γίνει το ίδιο με το ρύζι και τη ζάχαρη».

Από τα σακιά στα σακούλια
Στην πορεία ο κ. Καουρής διέκοψε τη συνεργασία με τον συνέταιρό του, έμεινε μόνος του στο μαγαζί, όμως γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν τον ενέπνεε η δουλειά κι όταν βρήκε την ευκαιρία, με την ανάπτυξη της αγοράς στην περιοχή Αγίας Νάπας Λεμεσού, πούλησε εμπόρευμα κι εξοπλισμό και την επόμενη κιόλας μέρα βρέθηκε στην Ιταλία σε αναζήτηση μηχανημάτων συσκευασίας: «Θεωρώ ότι πρώτος έφερα τέτοιου είδους μηχανή πακεταρίσματος στην Κύπρο, η οποία απετέλεσε και την απαρχή της βιομηχανίας Παντελής Καουρής και Υιός, την 1η Οκτωβρίου 1984».

Πρώτη δραστηριότητα της μονάδας ήταν η συσκευασία και αργότερα προστέθηκε η εμπορία προϊόντων με την επωνυμία Καουρής. Ήταν δύσκολο στην αρχή να πειστούν οι πελάτες να εμπιστευτούν ένα νεαρό 35 χρονών. Με προσπάθεια και με πολλούς αγώνες, όμως, τιμιότητα και καλή εξυπηρέτηση άρχισε, όπως λέει, να κερδίζει έδαφος στην αγορά. Σε μια πενταετία έφεραν και δεύτερη μηχανή, αυξήθηκε το προσωπικό, η εταιρεία μπόρεσε να γίνει ανταγωνιστική και να συνεχίσει την ανοδική της πορεία.

Καθώς ο Παντελής Καουρής κατάγεται από αγροτική οικογένεια και γνωρίζει τον κόπο της παραγωγής, πρώτο του μέλημα ήταν να συνεργαστεί με Κύπριους γεωργούς, ώστε να ενισχύσει τα κυπριακά προϊόντα: «Όταν άρχισα να ζητώ είδη από την Πάφο, κυρίως, η παραγωγή τους σταδιακά αυξανόταν. Για παράδειγμα, από 10 τόνους τον χρόνο, αυξήθηκε στους 100, ακόμα και στους 150, σε κάποιες περιπτώσεις. Δεν θα ξεχάσω που κάποιος παραγωγός μου είχε πει ‘γιε μου έχε τις ευχές μου. Χάρη σε σένα πουλούμε δέκα φορές παραπάνω λουβάνα απ’ ό,τι πουλούσαμε άλλα χρόνια».

Η δραστηριοποίησή του με κυπριακά προϊόντα κράτησε κάπου 15 χρόνια, για να προστεθούν τα εισαγόμενα μετά  την τελωνειακή μας ένταξη, που είχε ως αποτέλεσμα οι τιμές των ξένων να είναι χαμηλότερες, σε μια εποχή που η κυπριακή παραγωγή είχε μειωθεί πολύ λόγω της λειψυδρίας. Σήμερα η εταιρεία εισάγει από διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, όπως ρύζι από την Ουρουγουάη, ρεβίθια από το Μεξικό, φακές από τον Καναδά, φασόλια από την Αργεντινή και κανέλα από την Ινδία. Στόχος της η καλή ποιότητα σε προσιτές τιμές.

Ο Θεός ξημερώνει για όλους
Έχοντας κατά νουν το γνωμικό που λέει πως ο Θεός ξημερώνει για όλους, ο κ. Καουρής δεν άφησε ποτέ τον εαυτό του να παρασυρθεί από τον ανταγωνισμό, μέχρι σήμερα διατηρεί άριστες σχέσεις με ιδιοκτήτες συναφών μονάδων και για πολλά χρόνια διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Συσκευαστών: «Γενικά τα είδη μας είναι λίγο ή πολύ τα ίδια. Εκεί που πρέπει να ξεχωρίσει κάποιος είναι στο θέμα της συντήρησης, τομέας στον οποίο έδινα πάντα μεγάλη σημασία. Γι’ αυτό κατασκεύασα υπόγειους αποθηκευτικούς χώρους και ψυγεία, τα οποία δίνουν μακροζωία ειδικά στα όσπρια. Στο ίδιο πλαίσιο, η εταιρεία προτιμά να μην τοποθετεί μακροχρόνιες ημερομηνίες λήξης στα προϊόντα της. Για την ακρίβεια, τα όσπρια διατηρούνται για δύο χρόνια, νοουμένου ότι ο καταναλωτής τα φυλάσσει σε σκιερό και δροσερό μέρος. Επίσης, δεν μπορούν όλα τα προϊόντα να αποθηκεύονται στον ίδιο κοινό χώρο, γιατί κάποια είναι πιο ευπαθή. Για παράδειγμα, το σωστό είναι να τοποθετούνται σε άλλο ντουλάπι τα όσπρια και τα ρύζια, σε διαφορετικό τα μακαρόνια και τα αλεύρια και αλλού το σησάμι». Η εταιρεία, που έδωσε έμφαση σε όσπρια, ζάχαρη, αλεύρια, ρύζια και μπαχαρικά, κάτι που συνεχίζει να κάνει μέχρι σήμερα, κάποια στιγμή το 1985 – 1986 επεκτάθηκε και στις ζωοτροφές, μετά από παράκληση καταστημάτων του τομέα: «Μας ζήτησαν να πακετάρουμε κριθάρι και σιταροπούλα, για να μην τα κουβαλούν με τους σάκους. Έτσι, αρχίσαμε να συσκευάζουμε ζωοτροφές σε σακούλια των τριών και των πέντε κιλών. Σήμερα εισάγουμε μείγματα για καναρίνια, παπαγάλους και άλλα, των οποίων η συσκευασία γίνεται με ειδική μηχανή και σε ξεχωριστό χώρο από εκείνον των τροφίμων για σκοπούς ασφάλειας».

Το μέλλον είναι ο υιός
Η ασφάλεια και η ποιότητα ήταν και παραμένουν βασικές αρχές, για τις οποίες η αγορά εκτίμησε την εταιρεία Παντελής Καουρής και Υιός, με αποτέλεσμα να φτάσει στο ζηλευτό σημείο που είναι σήμερα: «Προτιμώ να λέω ότι είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή αντί περήφανος. Όταν αρχίζεις κάτω από το μηδέν και φτάνεις σε σημείο να δημιουργείς με επιτυχία κάτι δικό σου, νιώθεις ιδιαίτερη ικανοποίηση. Φτάνει μόνο να σκεφτεί κανείς ότι φτάσαμε στη Λεμεσό, μετά την Εισβολή, με τα ρούχα που φορούσαμε – στρατιωτικά εγώ και μια ρόμπα η γυναίκα μου – και δίχως δεύτερα για να αλλάξουμε».

Κοίταζε όμως το μέλλον με αισιοδοξία και όραμα, πιστεύοντας στον εαυτό του και σε ένα επικοδομητικότερο αύριο, εξού και μεταπήδησε από το λιανεμπόριο στη βιομηχανία: «Η πώληση της υπεραγοράς που διατηρούσα από το 1981 μέχρι το 1984 ήταν η σημαντικότερη απόφαση που έλαβα. Ήταν μια μεγάλη για τα δεδομένα της εποχής υπεραγορά των 240 τ.μ., αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα για μένα κι έτσι προχώρησα με τη μονάδα πακεταρίσματος, κάτι που πολλοί έβλεπαν με δυσπιστία. Με προβλημάτισε κατά πόσο ήταν σωστή η κίνησή μου, όμως είχα πείσμα και αποφάσισα να το κάνω, έχοντας την πεποίθηση ότι θα πετύχαινα».

Σήμερα η επιχείρηση βρίσκεται στα χέρια της δεύτερης γενιάς. «Δεν είναι εύκολη διαδικασία η μετάβαση. Έχει τα καλά αλλά και τα κακά της», σημειώνει, εξηγώντας ότι η συνέχεια ανήκει στον γιο του Γιάννη: «Η εταιρεία είναι στους ώμους του γιου μου. Ο δικός μου ρόλος ως εκτελεστικού διευθυντή είναι τυπικός και είμαι εδώ για να συμβουλεύω. Έχω, βέβαια, κάποιες σκέψεις για το μέλλον, τις μοιράζομαι με τον γιο μου, αλλά με τη σημερινή ύφεση καλό είναι να είμαστε συγκρατημένοι στις επενδύσεις μας», σημειώνει, επισημαίνοντας ότι η αμυντική πολιτική που η εταιρεία αναγκάστηκε να κρατήσει στην κρίση είχε ως αποτέλεσμα τα περιουσιακά στοιχεία της να μην έχουν δεσμευτεί και να δουλεύει αυτόνομα χωρίς υπερβάσεις στις τράπεζες.